χρυσόπτερον

χρυσόπτερον
χρῡσόπτερον , χρυσόπτερος
masc/fem acc sg
χρῡσόπτερον , χρυσόπτερος
neut nom/voc/acc sg
χρυσοπτερος
with wings of gold
masc/fem acc sg
χρυσοπτερος
with wings of gold
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”